τετραπλασιεπίτριτος

τετραπλασιεπίτριτος
τετραπλασιεπίτριτος
times as great
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τετραπλασιεπίτριτος — ον, Α ο τέσσερεις και 1/3 φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραπλάσιος + ἐπίτριτος] …   Dictionary of Greek

  • υποτετραπλασιεπίτριτος — ον, Α (για αριθμό) αυτός που είναι 4 1/3 φορές μικρότερος από κάποιον άλλο, λ.χ. 6:26. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τετραπλασιεπίτριτος «ο τέσσερεις και 1/3 φορές μεγαλύτερος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”